- καταναγκάζομαι
- καταναγκάζομαι, καταναγκάστηκα, καταναγκασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταναγκάζομαι — καταναγκάζω force back pres ind mp 1st sg καταναγκάζω force back pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηναγκασμένως — (Α) επίρρ. κατ ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος τού ρ. καταναγκάζομαι] … Dictionary of Greek